ποταρός

ποταρός
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γνώριμος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόταρος — πρόσ ἀρόω plough pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) πρόσ ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δροσάτο — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 222 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στον δρόμο που συνδέει το Αίγιο με τα Καλάβρυτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων. Έως το 1955 ονομαζόταν Άνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”